ανθρακευτής
Смотреть что такое "ανθρακευτής" в других словарях:
ανθρακευτής — ο βλ. ανθρακεύς … Dictionary of Greek
ἀνθρακευτῶν — ἀνθρακευτής charcoal maker masc gen pl ἀνθρακευτός which can be carbonized fem gen pl ἀνθρακευτός which can be carbonized masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακευτά — ἀνθρακευτά̱ , ἀνθρακευτής charcoal maker masc nom/voc/acc dual ἀνθρακευτής charcoal maker masc voc sg ἀνθρακευτής charcoal maker masc nom sg (epic) ἀνθρακευτός which can be carbonized neut nom/voc/acc pl ἀνθρακευτά̱ , ἀνθρακευτός which can be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακευτάς — ἀνθρακευτά̱ς , ἀνθρακευτής charcoal maker masc acc pl ἀνθρακευτά̱ς , ἀνθρακευτής charcoal maker masc nom sg (epic doric aeolic) ἀνθρακευτά̱ς , ἀνθρακευτός which can be carbonized fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακεύς — ο (Α ἀνθρακεύς και ἀνθρακευτής) αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες νεοελλ. 1. (στα πλοία) ο βοηθός του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την αποθήκη στα λεβητοστάσια 2. ανθρακεργάτης … Dictionary of Greek
ανθρακεύω — (Α ἀνθρακεύω) παρασκευάζω ξυλάνθρακες νεοελλ. (για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα αρχ. καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς. ΠΑΡ. ανθρακευτής νεοελλ. ανθράκευση αρχ. ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek