ανθρακευτής

ανθρακευτής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανθρακευτής" в других словарях:

  • ανθρακευτής — ο βλ. ανθρακεύς …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρακευτῶν — ἀνθρακευτής charcoal maker masc gen pl ἀνθρακευτός which can be carbonized fem gen pl ἀνθρακευτός which can be carbonized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακευτά — ἀνθρακευτά̱ , ἀνθρακευτής charcoal maker masc nom/voc/acc dual ἀνθρακευτής charcoal maker masc voc sg ἀνθρακευτής charcoal maker masc nom sg (epic) ἀνθρακευτός which can be carbonized neut nom/voc/acc pl ἀνθρακευτά̱ , ἀνθρακευτός which can be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακευτάς — ἀνθρακευτά̱ς , ἀνθρακευτής charcoal maker masc acc pl ἀνθρακευτά̱ς , ἀνθρακευτής charcoal maker masc nom sg (epic doric aeolic) ἀνθρακευτά̱ς , ἀνθρακευτός which can be carbonized fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρακεύς — ο (Α ἀνθρακεύς και ἀνθρακευτής) αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες νεοελλ. 1. (στα πλοία) ο βοηθός του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την αποθήκη στα λεβητοστάσια 2. ανθρακεργάτης …   Dictionary of Greek

  • ανθρακεύω — (Α ἀνθρακεύω) παρασκευάζω ξυλάνθρακες νεοελλ. (για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα αρχ. καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς. ΠΑΡ. ανθρακευτής νεοελλ. ανθράκευση αρχ. ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»